χειλαράς

χειλαράς
ο, θηλ. χειλαρού, Ν
αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείλι /χείλος + μεγεθ. κατάλ. -αράς (πρβλ. μυτ-αράς, υπν-αράς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειλαράς — ο θηλ. χειλαρού αυτός που έχει μεγάλα χείλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… …   Dictionary of Greek

  • παχύχειλος — (pachychilus). Κολεόπτερο σαρκοφάγο έντομο της οικογένειας των καραβιιδών, που ζει στις χώρες της Μεσογείου. Το γνωστότερο είδος είναι ο π. ο στικτός, ιθαγενής της Ισπανίας με μέτριο μέγεθος και χρώμα μαύρο. * * * η, ο / παχύχειλος, ον, ΜΑ (για… …   Dictionary of Greek

  • χειλάς — Μοναχός από τα Κύθηρα, συγγραφέας έργου με τον τίτλο Χρονικό περί του εν Κυθήροις μοναστηρίου του Αγίου Θεοδώρου, που περιέχει πολλές πληροφορίες για το νησί στα χρόνια της βενετοκρατίας (Βενετία, 1868). * * * ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν ο… …   Dictionary of Greek

  • χειλάς — ο θηλ. χειλού βλ. χειλαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”